ἀνατοκισμός

ἀνατοκισμός
ἀνατοκισμός, ,
A compound interest, Cic.Att.5.21.11, CIL10.3334.30 (Puteoli, iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανατοκισμός — ο η προσθήκη του τόκου στο κεφάλαιο και το τόκισμά του, η κεφαλαιοποίηση του τόκου: Ο ανατοκισμός είναι ευνοϊκός για τον καταθέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατοκισμός — ο η παραγωγή τόκου επί κεφαλαιοποιημένων τόκων …   Dictionary of Greek

  • ανακεφαλαίωση — η (Α ἀνακεφαλαίωσις) [ἀνακεφαλαιοῡμαι], σύντομη επανάληψη των λόγων μου με τονισμό τών κύριων σημείων, περίληψη νεοελλ. ενσωμάτωση τών τόκων στο κεφάλαιο και ανατοκισμός τού νέου ποσού …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”